Συνέντευξη στην Λεμονιά Βασβάνη
Στο, όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ο κόσμος έχει χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, τους δικτυομάχους, που θεωρούν ότι το διαδίκτυο έχει πλέον μετατραπεί σε έναν ανεξέλεγκτο αόρατο δικτάτορα, και τους δικτυολάτρες, που επιθυμούν τη συγχώνευση του ανθρώπινου μυαλού με την τεχνητή νοημοσύνη. Η κοινωνία διχάζεται. Και ο Άργος, ένας νοήμων ηλεκτρονικός υπερυπολογιστής καθορίζει τι θα σπουδάσεις, ποιο επάγγελμα θα ακολουθήσεις, αλλά και ποιον θα ερωτευτείς. Πώς είναι η ζωή σε μια τέτοια συνθήκη;
Ο Θοδωρής Κούκιας στο βραβευμένο βιβλίο του «Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες» (εκδ. Κέδρος), θίγει το θέμα της εξάρτησης από το διαδίκτυο, την προάσπιση της ελεύθερης σκέψης και την αναζήτηση της ταυτότητας. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο Πολιτική Παιδεία που διδάσκει στην Α' Λυκείου στάθηκε η αφορμή για να γεννηθεί το συγκεκριμένο μυθιστόρημα που απευθύνεται σε έφηβους, και όχι μόνο. «Οι ήρωες και οι ηρωίδες των βιβλίων μου, είναι οι μαθητές και οι μαθήτριές μου, και ας μην έχουν τα ίδια ονόματα», σημείωσε ο ίδιος στο «ΤyposThes» λίγο πριν έρθει στην πόλη μας για την παρουσίαση του βιβλίου του που θα γίνει στο πλαίσιο της 20ης ΔΕΒΘ την Παρασκευή 17 Μαΐου, 12:00-13:00 στο Περίπτερο 12 της ΔΕΘ – HELEXPO ( Αίθουσα 2).
Μιλώντας για τους νέους είπε πως πρέπει «Να ακούμε προσεκτικά αυτά που λένε, είτε με τον λόγο τους, είτε ακόμη και με τη γλώσσα του σώματός τους, χωρίς κριτική διάθεση και χωρίς να τους βομβαρδίζουμε με συμβουλές». Τέλος αναφέρθηκε στο πόσο καθοριστική ήταν η επαφή του με την διδασκαλία στην απόφασή του να ασχοληθεί με την συγγραφή.

-Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το βιβλίο σας «Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες»;
-«Ένας θεολόγος ρώτησε έναν υπολογιστή αν υπάρχει Θεός. Ο υπολογιστής απάντησε ότι δεν έχει αρκετά δεδομένα για να δώσει κάποια απάντηση. Συνέδεσαν έτσι τον υπολογιστή με άλλους υπολογιστές, αλλά πάλι τα δεδομένα δεν ήταν επαρκή για να απαντηθεί το ερώτημα. Τέλος συνέδεσαν τον υπολογιστή με όλους τους υπολογιστές, τα τηλέφωνα και τις έξυπνες συσκευές ολόκληρου του πλανήτη. Τότε ο θεολόγος επανέλαβε το ερώτημα αν υπάρχει Θεός. Η απάντηση του υπολογιστή ήταν "τώρα υπάρχει"».
Το απόσπασμα αυτό είναι από το βιβλίο Πολιτική Παιδεία που διδάσκω στην Α' Λυκείου και το οποίο ανοίγει πάντα ζωηρές συζητήσεις ανάμεσα στους/στις μαθητές/τριες για τον ρόλο της τεχνολογίας στη ζωή μας, για το ποσοστό του εαυτού μας που διαλέγουμε να εκχωρήσουμε στον "Θεό της μηχανής" αλλά και για την επόμενη μέρα. Οι κουβέντες αυτές αποτέλεσαν την έμπνευση για το συγκεκριμένο βιβλίο. Ο δυστοπικός του χαρακτήρας υποθέτω έχει να κάνει με την αγάπη μου για το συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας, που μάλλον είναι λιγάκι παραμελημένο στη χώρα μας. Με γνώμονα τη συμβουλή της αγαπημένης μου Τόνι Μόρισον ότι είναι ωραίο να γράφουμε για πράγματα που μας αρέσουν και θα θέλαμε να διαβάσουμε οι ίδιοι ως αναγνώστες, αλλά και την ανάγκη μου να κάνω ένα δώρο στους/τις μαθητές/τριές μου που να μιλάει για τα συγκεκριμένα ζητήματα "αλλιώς" προέκυψε αυτό το βιβλίο.
-Το διαδίκτυο και η τεχνητή νοημοσύνη μπαίνουν ολοένα και περισσότερο στην ζωή μας. Στο μυθιστόρημά σας η παρουσία τους διχάζει τους ανθρώπους. Πώς καθορίζει την ζωή τους; Και τι αντίκτυπο έχει στην διάδρασή τους με τους άλλους;
-Το βιβλίο πραγματεύεται ένα δυσοίωνο σενάριο, όχι πολλά χρόνια μακριά μας, όπου οι άνθρωποι καλούνται να αποφασίσουν αν το επόμενο βήμα στην εξελικτική διαδικασία είναι η ενσωμάτωση του ανθρώπου με την τεχνητή νοημοσύνη ή όχι. Προφανώς, όπως πάντα μπροστά σε μεγάλα διλήμματα, οι άνθρωποι διχάζονται και αρχίζουν οι διαμάχες.
Στη Νέα Κοινωνία όπου ζουν πλέον οι θιασώτες του νέου ιδεώδους, της περίφημης «Ένωσης», δηλαδή, ο απόλυτος κυρίαρχος και ρυθμιστής των πραγμάτων ονομάζεται Άργος. Πρόκειται για ένα υπερφυές νευρωνικό δίκτυο που παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα και αποφασίζει πλέον αυτό αντί για τους ανθρώπους. Καταργείται, με άλλα λόγια, κάθε έννοια ελεύθερης βούλησης. O Άργος πλέον επιλέγει τι θα σπουδάσει κανείς, τι επάγγελμα θα ακολουθήσει, ποιον/α θα ερωτευτεί, αλλά και ποια θα είναι η θέση του/της στην κοινωνία.
-Έρχεστε στην ΔΕΒΘ για μια παρουσίαση που θα έχουν ρόλο και οι μαθητές. Τι έχετε ετοιμάσει;
-Αρχικά να πω ότι χαίρομαι που βρίσκομαι για άλλη μια φορά στον φιλόξενο χώρο τη ΔΕΒΘ. Είναι μια από τις εκδηλώσεις που ανυπομονώ να βρεθώ κάθε χρόνο. Όχι μόνο γιατί έχω τη χαρά να συναντώ μαθητές/τριες και συνάδελφους που αγαπούν τη λογοτεχνία και θέλουν να συζητήσουμε για αυτή, αλλά γιατί δημιουργείται σταδιακά μια ωραία κοινότητα ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα και αντιλήψεις, στην οποία χαίρομαι κάθε φορά να βρίσκομαι.
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος, φροντίζουμε η εκδήλωση να έχει βιωματικό χαρακτήρα, ώστε να διασκεδάσουν οι μαθητές και οι μαθήτριες που θα μας αφιερώσουν τον χρόνο τους. Πιο συγκεκριμένα η παρουσίαση θα περιλαμβάνει διαδραστικό παιχνίδι βασισμένο σε ζητήματα που θίγει το βιβλίο και τα οποία προβληματίζουν τους νέους, όπως η εξάρτηση από το διαδίκτυο, η προάσπιση της ελεύθερης σκέψης, η τέχνη ως μέσο έκφρασης, η αναζήτηση ταυτότητας.
-Οι ήρωες των βιβλίων σας συχνά έχουν απωλέσει την αίσθηση του να ανήκουν κάπου, ψάχνουν την ταυτότητά τους και απομονώνονται. Πόσο συχνό είναι αυτό το φαινόμενο σε παιδιά της εφηβείας; Και πώς πρέπει να το αντιμετωπίσουν οι ίδιοι και οι άνθρωποι που είναι δίπλα τους;
-Έτσι είναι όπως το περιγράφετε. Μια από τις μεγαλύτερες και διαρκείς αναζητήσεις των νέων, είναι η ανάγκη τους για αυτοπροσδιορισμό και η ανάγκη να νιώθουν ότι ακούγονται και ότι ανήκουν κάπου. Μέσα από την εμπειρία μου ως εκπαιδευτικός σε πολλά και διαφορετικά σχολεία της χώρας μας, έχω διαπιστώσει ότι το πρώτο βήμα για να μας εμπιστευτούν οι νέοι είναι να καλλιεργήσουμε την ενεργητική μας ακρόαση. Να ακούμε προσεκτικά αυτά που λένε, είτε με τον λόγο τους, είτε ακόμη και με τη γλώσσα του σώματός τους, χωρίς κριτική διάθεση και χωρίς να τους βομβαρδίζουμε με συμβουλές.
-Πόσο σας έχει επηρεάσει ως συγγραφέα η καθημερινή σας επαφή με τα παιδιά, δεδομένου ότι είστε και εκπαιδευτικός;
-Λέω συχνά ότι εμείς οι εκπαιδευτικοί, πρέπει πρώτα να γινόμαστε μαθητές και μετά δάσκαλοι. Υπό την έννοια ότι έχουμε και πρέπει να μάθουμε πολλά από τους μαθητές και τις μαθήτριές μας, τα οποία δεν περιγράφονται σε κανένα βιβλίο επιστημών της αγωγής. Πρόκειται για μια αμφίδρομη διαδικασία που δεν τελειώνει ποτέ και απαιτεί διαρκή αναστοχασμό από την πλευρά του εκπαιδευτικού, για να καταλάβει πότε βρίσκεται στον σωστό και πότε στον λάθος δρόμο. Κατά συνέπεια έχω μάθει να ακούω και να παρατηρώ, και νομίζω δεν υπάρχει καλύτερο εφαλτήριο για να ασχοληθεί κανείς με τη λογοτεχνία, από το να μάθει να ακούει και να παρατηρεί.
-Πώς μπήκε στην ζωή σας η λογοτεχνία; Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτήν;
-Νομίζω δεν θα είχα εξελιχθεί σε συγγραφέα, αν δεν είχα αρχίσει να εργάζομαι ως εκπαιδευτικός, υπό την έννοια ότι ήταν τόσο διαφορετικός ο κόσμος του σχολείου, από τον κόσμο που ζούσα μέχρι τότε, που με κάποιον τρόπο έπρεπε να τον ερμηνεύσω, ώστε να καταφέρω να εξελιχθώ μέσα σε αυτόν. Δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει κανείς ανεπηρέαστος, ασυγκίνητος από την επαφή του με τα παιδιά. Ειδικά όταν αλλάζει σχολεία και «ζυμώνεται» μέσα σε διαφορετικές κοινωνίες κάθε φορά. Οι ήρωες και οι ηρωίδες των βιβλίων μου, είναι οι μαθητές και οι μαθήτριές μου, και ας μην έχουν τα ίδια ονόματα. Ζήσαμε πολλά μαζί, με έκαναν να αναθεωρήσω πολλά από τα πιστεύω μου, με βοήθησαν να κατανοήσω πράγματα που δεν κατανοούσα μέχρι τότε, θεώρησα χρέος μου να τους ανταποδώσω τις σκέψεις μου μέσω της λογοτεχνίας.
-Ποιοι οι δικοί σας αγαπημένοι συγγραφείς;
-Προσωπικά αγαπώ πολύ της σουρεαλιστική γραφή της Μαργαρίτας Καραπάνου, αλλά και το ισοπεδωτικό, υποδόριο χιούμορ του Τομ Ρόμπινς. Από νεανική λογοτεχνία θαυμάζω τον τρόπο γραφής της Ε. Κατσαμά.
-Ποιο βιβλίο που διαβάσατε τελευταία σας έκανε εντύπωση;
-Ενθουσιάστηκα με το «Μισό παιδί» του Κορτώ. Ίσως γιατί πραγματεύεται ευαίσθητα ζητήματα της σχολικής πραγματικότητας, αλλά και των υποκριτικών κοινωνιών, για τα οποία δε μιλάει εύκολα κανείς. Είναι από τα βιβλία που το διαβάζεις ξανά με το που τελειώνεις την πρώτη ανάγνωση και που κάνει τα χέρια σου να τσαλακώνουν τις σελίδες από τα έντονα συναισθήματα που σου γεννάει.