Του Γιώργου Παπαδημητρίου,
Τα τελευταία χρόνια, είτε σε επίπεδο καφενειακής συζήτησης μεταξύ τύρου και αχλαδιού (μην υποτιμάτε ποτέ αυτές τις κουβέντες, συνήθως κρύβουν μέσα τους πολύ μεγαλύτερο ζουμί και ουσία από τις επίσημες διαβουλεύσεις) είτε στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου (που συχνά καταλήγει να μοιάζει με οχλοβοή) για την εικόνα, την αύρα και τις προτεραιότητες της πόλης, το ζήτημα του χριστουγεννιάτικου στολισμού της Θεσσαλονίκης παραμένει στα υψηλά στρώματα της γιορτινής ατζέντας. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε αμιγώς αισθητικού τύπου αξιολογήσεις, οι οποίες πάντοτε βασίζονται στο προσωπικό κριτήριο του καθενός -ορισμένοι, όπως ο υπογράφων, προτιμούν τον πιο διακριτικό, μίνιμαλ στολισμό, ενώ κάποιοι άλλοι είναι φαν μιας πιο φωτεινής και λαμπερής προσέγγισης-, θα καταθέσουμε την άποψή μας σε δυο-τρεις βασικούς άξονες γενικής κατεύθυνσης, οι οποίοι θα πρέπει να μας απασχολήσουν, με τη βασική προϋπόθεση ότι επιθυμούμε όλοι να αποκτήσει η εορταστική όψη της πόλης μας έναν σταθερό και συγκροτημένο χαρακτήρα.
Το γοργόν και χάριν έχει
Εφόσον συγκαταλέγεται στους στόχους της πόλης να μετατραπεί η Θεσσαλονίκη σε χριστουγεννιάτικος προορισμός, άποψη που κυοφορείται και αναπαράγεται τα τελευταία χρόνια από διάφορα επίσημα χείλη, είναι σαφές ότι είναι απαγορευτικό να ξεκινά ο στολισμός της πόλης λίγο πριν τα Χριστούγεννα, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Αντιθέτως, θα πρέπει όχι μόνο να έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες ενέργειες αρκετό καιρό νωρίτερα, αλλά είναι επίσης απαραίτητη η πλαισίωση του διακοσμητικού σκέλους με την απαραίτητη προβολή και διεξαγωγή εκδηλώσεων μικρής αλλά φινιρισμένης κλίμακας ώστε να επικρατήσει μια αληθινή αίσθηση γιορτής από νωρίς στους δρόμους, στις πλατείες και στα τοπόσημα της πόλης.
Μια καλαίσθητη και πιο ευρύχωρη Χριστουγεννιάτικη αγορά
Όποιες και όποιοι από εσάς έχουν επισκεφθεί κάποιον δημοφιλή χριστουγεννιάτικο προορισμό στην Ευρώπη (και δεν εννοούμε τα κατεξοχήν χειμερινά θέρετρα αλλά τις πόλεις που έχουν χτίσει μια φήμη ως ζεστές χριστουγεννιάτικες φωλιές, όπως πχ το Στρασβούργο), θα έχετε σίγουρα διαπιστώσει από πρώτο χέρι την υπέροχη ατμόσφαιρα που αποπνέουν. Η διάταξη και διαρρύθμιση στον χώρο είναι φυσικά ζήτημα υψίστης σημασίας και όχι μια απλή λεπτομέρεια, όπως και ο επιθυμητός βαθμός γραφικότητας (με την καλή έννοια του όρου). Ξύλινα σπιτάκια με ζεστό κρασί, αφθονία τοπικών γεύσεων από όλη τη βόρεια Ελλάδα, αλλά και διακοσμητικά δωράκια φτιαγμένα από τεχνίτες και μάστορες του είδους και όχι φτηνιάρικα σουβενίρ, stands από οργανώσεις για την προστασία των ζώων, του περιβάλλοντος και φιλανθρωπικούς φορείς είναι η ιδεατή εικόνα που έχουμε πλάσει στο μυαλό μας. Και όχι, για να κάνουμε μια σύγκριση με το τώρα, μια εικόνα λούνα παρκ και παιδότοπου που περισσότερο προσομοιάζει σε συνθήκη καλοκαιρινής ρέμβης στη Χαλκιδική. Υπάρχει, εξάλλου, η στιγμή, η συνθήκη και ο τρόπος για τα πάντα, και δεν είναι σώφρον να μετατρέπουμε το καθετί σε εν δυνάμει εμποροπανήγυρη. Επιπλέον, στο ζήτημα του πού θα μπορούσε να φιλοξενηθεί μια ευμεγέθης χριστουγεννιάτικη αγορά, ο -τον περισσότερο καιρό- αναξιοποίητος χώρος της ΔΕΘ ίσως θα συνιστούσε μια πρόσφορη λύση, ικανοποιώντας παράλληλα και το πάγιο αίτημα των κατοίκων της πόλης για αξιοποίηση-εκμετάλλευση ενός τόσο κεντρικού σημείου.
Η χριστουγεννιάτικη συναυλία δεν είναι απαγορευτικό να αλλάξει ύφος
Προφανέστατα η πρώτη δικαιολογία που θα ακούσει κανείς δεν είναι άλλη από το κλασικό και χιλιοφερεμένο «αυτά θέλει ο κόσμος», ένα επιχείρημα θολό και ασαφές, μα πάνω απ’ όλα ανεπαρκές και ξεπερασμένο. Η καλλιέργεια μιας διαφορετικής κουλτούρας εορτασμού απαιτεί γενναίες αποφάσεις, τόλμη και φυσικά μια εύλογη περίοδο προσαρμογής. Ας αξιοποιήσουμε επιτέλους με τον αρμόζοντα τρόπο τις υπέροχες ορχήστρες και τα αξιόλογα μουσικά σχήματα της πόλης, ας δώσουμε βήμα, λόγο και αρμοδιότητες στους φορείς πολιτισμού της πόλης, και ας δοκιμάσουμε για μια φορά μια άλλη συνταγή, με βασικά συστατικά την κλασική μουσική, την τζαζ, τη σουίνγκ. Το αποτέλεσμα, η απήχηση και η προσέλευση ίσως και να μας καταπλήξει.