Στον Φίλιππο Β’, και όχι στον Φίλιππο Γ’ Αρριδαίο, φέρεται να ανήκουν τα οστά του Βασιλικού τάφου ΙΙ στη Βεργίνα, σύμφωνα με τα όσα παρουσιάστηκαν χθες το απόγευμα στην ανακοίνωση που έκανε η Καθηγήτρια Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ., Διευθύντρια της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα κα Χρυσούλα Παλιαδέλη, μαζί με τους συνεργάτες της Δρ. Θόδωρο και Λώρα Αντικα και Δρ. Γιάννη Μανιάτη, στην Αίθουσα Τελετών του παλαιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., και στο πλαίσιο των εργασιών του Αρχαιολογικού Συνέδριου για τις Ανασκαφές του 2013 στη Μακεδονία και τη Θράκη, που πραγματοποιείται έως τις 15 Μαρτίου.
Στην ανακοίνωση εστίασαν και στην ανάγκη εύρεσης χρημάτων για την συνέχεια της έρευνάς τους λέγοντας ότι: «Τα πρώτα πορίσματα από τη διεπιστημονική επανεξέταση του σκελετικού υλικού από τους βασιλικούς τάφους της Μεγάλης Τούμπας, συμβάλλουν στην αρχαιογνωσία μας και αναδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη για τη χρηματοδότησή της».
Στο κείμενο της ανακοίνωσης αναφέρεται ότι: «Η επιστροφή στην επανεξέταση του σκελετικού υλικού από τον τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα, από το 2010 μέχρι σήμερα, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διεπιστημονικής έρευνας που αποσκοπεί στην επανεκτίμηση παλαιότερων ερευνών, με τη συνδρομή ιατρικών και φυσικοχημικών εξετάσεων. Στόχος είναι η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων που θα υποστηρίζεται από τρισδιάστατη ηλεκτρονική σάρωση, και θα παράσχει στην ελληνική και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα τη δυνατότητα να μελετήσει ένα ευαίσθητο και πολύτιμο υλικό χωρίς να διακινδυνεύσει τη φθορά του.
Η ανθρωπολογική έρευνα των δύο σκελετικών συνόλων από τον θάλαμο και τον προθάλαμο του τάφου ΙΙ (εικ. 1, 2), που κατέγραψε 350 οστά και θραύσματα, συνοδεύεται με 3.000 έγχρωμες ψηφιακές φωτογραφίες και υποστηρίχτηκε από αξονικές τομογραφίες, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM) και φθορισμομετρία ακτίνων Χ (XRF) που εντόπισαν πάνω στα οστά και άλλα υλικά, όπως πορφύρα και χουντίτη, που ανήκουν σε άγνωστο μέχρι στιγμής αντικείμενο».
Τα αποτελέσματα που προέκυψαν είναι τα ακόλουθα:
«ΙΙΙ. Τα αποτελέσματα
1.Για το νεκρό του θαλάμου τα νέα πορίσματα οδηγούν σε ακριβέστερο καθορισμό της ηλικίας του (41-49 ετών), και εντοπίζουν εκφυλιστικές αλλοιώσεις, χρόνιες παθήσεις και δείκτες δραστηριότητας που υποδεικνύουν μεσήλικο άνδρα με έντονη ιππευτική και πολεμική δραστηριότητα. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τις μορφολογικές αλλοιώσεις στα οστά του -που βεβαιώνουν πως ο νεκρός κάηκε αμέσως μετά το θάνατό του- αποδυναμώνουν τη θεωρία της ταύτισής του με τον Φίλιππο Γ’ Αρριδαίο και ενισχύουν, αντίθετα, την απόδοση του τάφου στον Φίλιππο Β΄.
2.Για τη νεκρή του προθαλάμου νέες παρατηρήσεις σε οστά που δεν είχαν εντοπιστεί στο παρελθόν προσδιορίζουν με ακρίβεια πλέον, την ηλικία της (30-34 ετών), που αποκλείει οριστικά τρεις από τις πιθανές ταυτίσεις που έχουν μέχρις στιγμής προταθεί για την ταυτότητά της (Κλεοπάτρα και Μήδα, γυναίκες του Φιλίππου Β΄ και Αδέα/Ευρυδίκη, γυναίκα του Φιλίππου Γ΄ Αρριδαίου). Μορφολογικές αλλοιώσεις βεβαιώνουν πως η νεκρή κάηκε, όπως κι ο νεκρός του θαλάμου, αμέσως μετά το θάνατό της, ενώ οι δείκτες ιππικής δραστηριότητας δηλώνουν πως ίππευε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένα κάταγμα στο άνω άκρο της αριστερής κνήμης που προκάλεσε βράχυνση, ατροφία και χωλότητα στο αριστερό της πόδι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ζεύγος των άνισων κνημίδων του προθαλάμου της ανήκει και πως το μεγαλύτερο μέρος του ανδρικού οπλισμού που βρέθηκε στο χώρο ταφής της είναι δικός της (εικ. 3).
3.Τα δεδομένα αυτά ενισχύουν την παλιά υπόθεση του N.G.L.Hammond για την ταύτιση της νεκρής με μιαν άγνωστη Σκύθισσα, ίσως κόρη του βασιλιά Ατέα, χωρίς να αποκλείουν το ενδεχόμενο στη νεκρή του προθαλάμου να αναγνωρίσουμε την Αυδάτα, γυναίκα του Φιλίππου Β΄ από την Ιλλυρία.
4.Κυρίως όμως υποστηρίζουν όχι μόνον από αρχαιολογική αλλά και από ανθρωπολογική άποψη την απόδοση του τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στον Φίλιππο Β’ και τη χρονολόγησή του στα 336 π. Χ. ».
Στην οικογένεια του Κάσσανδρου αποδίδεται η ταφική συστάδα στη Βεργίνα
Σε μέλη της δυναστείας των Τημενιδών, ακόμα και στον ίδιο τον βασιλιά Κάσσανδρο ή κάποιον από τους γιους του αποδίδει η διευθύντρια της ΙΖ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Αγγελική Κοτταρίδη, την ταφική συστάδα που βρέθηκε στη Βεργίνα.
Η κα Κοτταρίδη προχώρησε σε «επιστημονικά τολμηρές» υποθέσεις για την αποκάλυψη των πέντε νέων βασιλικών τάφων στη διάρκεια της εισήγησής της χθες το απόγευμα στο αρχαιολογικό συνέδριο του ΑΠΘ.
Είπε ότι συνολικά βρέθηκαν (από το 1996 μέχρι σήμερα) είκοσι (20) τάφοι που χρονολογούνται από τα αρχαϊκά (α΄ μισό του 6ου αι.) μέχρι τα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια (τέλος 4ου- αρχές 3ου αι. π.Χ.).
Και συμπλήρωσε “Μολονότι οι τάφοι είναι όλοι συλημένοι, η παρουσία καταλοίπων εντυπωσιακών ταφικών πυρών με πλούσια αφιερώματα (Αγγεία και όπλα) που ανακαλούν περιγραφές των ομηρικών επών αλλά και το μέγεθος και την μορφή των ίδιων των μνημείων μας οδήγησαν στη σύνδεση με την οικογένεια των Τημενιδών”.