Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Πόσο ακόμη θα επικρατεί αυτή η τρέλα στη Θεσσαλονίκη

Στα «κάγκελα» οι επιχειρηματίες της εστίασης με το καθεστώς του αυτοφώρου για τα 80 ντεσιμπέλ – Στο αυτόφωρο ακόμη και για ένα ντεσιμπέλ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΤΥΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»

Του Τάσου Θωμά

Σε μια πόλη που διψά για ζωή, πολιτισμό και ανάπτυξη, το φάντασμα ενός παρωχημένου κανονισμού με βάση τη δεκαετία του ’50 πλανάται απειλητικά πάνω από τους επιχειρηματίες των καφέ, μπαρ και εστιατορίων της Θεσσαλονίκης.

Ο λόγος, βεβαίως, για τον κανονισμό μέγιστης έντασης ήχου των 80 ντεσιμπέλ, που έχει μετατραπεί σε ασφυκτική θηλιά για τους ιδιοκτήτες καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος στη Θεσσαλονίκη. Και ενώ η πόλη ονειρεύεται την πρόοδο, οι επιχειρηματίες βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι με το παράλογο, φοβούμενοι ότι ένα περιπολικό θα σταματήσει μπροστά από το μαγαζί τους για να τους οδηγήσει, άκουσον άκουσον, στο αυτόφωρο, σαν να είναι κοινοί εγκληματίες.

Μάλιστα, λόγω των ελέγχων που γίνονται στη Θεσσαλονίκη και από πεζούς αστυνομικούς, δεν είναι απίθανο να δείτε να πηγαίνουν στο τμήμα με τα πόδια κάποιον επιχειρηματία, με τον ίδιο να κουβαλά στα χέρια τον ενισχυτή του καταστήματός του. Κι όχι έναν και δύο, αλλά δεκάδες κάθε μήνα, κάτι που σε αυτή την ένταση είναι αποκλειστικό «προνόμιο» της Θεσσαλονίκης, λες και στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν υφίσταται!

Ο ήχος του παραλόγου

Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της παράνοιας, αρκεί να σκεφτούμε τι σημαίνουν στην πράξη τα 80 ντεσιμπέλ. Μια οικιακή ηλεκτρική σκούπα, η οποία δεν θα ενοχλούσε ούτε το πιο ευαίσθητο αφτί στη διπλανή πολυκατοικία, φτάνει μέχρι και τα 85 ντεσιμπέλ. Αυτό σημαίνει ότι ένας επιχειρηματίας μπορεί να συλληφθεί και να διαπομπευθεί επειδή στο μαγαζί του ακούγεται η μουσική λιγότερο δυνατά από το βουητό μιας σκούπας.

Η γελοιότητα δεν σταματά εδώ. Οι άνθρωποι που δίνουν δουλειές, πληρώνουν φόρους, προσφέρουν στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της πόλης, γίνονται στόχος ενός άκαμπτου, αναχρονιστικού κανονισμού, όχι μονάχα σε πλαίσιο διοικητικό αλλά και ποινικό. Ένας κανονισμός που δεν υπολογίζει ούτε την εξέλιξη της τεχνολογίας, ούτε τις σύγχρονες ανάγκες μιας πόλης που θέλει να προσελκύσει τουρισμό και ομνυά πως θέλει να γίνει κέντρο ψυχαγωγίας.

Για να γίνει αντιληπτό και στον πλέον καχύποπτο συμπολίτη Θεσσαλονικιό που μπορεί κατά καιρούς να θεωρήσει πως έχει ενοχληθεί από την ένταση του ήχου σε ένα γειτονικό του κατάστημα, η διαδικασία του αυτοφώρου και των ποινών ισχύει απαρέγκλιτα για έναν επιχειρηματία που θα βρεθεί να έχει υπερβεί την εν λόγω παλαιακή μέτρηση ακόμη και για ένα ντεσιμπέλ. Το ξαναλέμε, είτε 100 είτε 81 ντεσιμπέλ είναι ακριβώς το ίδιο για τη διαδικασία που ακολουθείται.

Φανταστείτε, τώρα, την κατάσταση στην οποία γίνεται η μέτρηση. Ένα γεμάτο κόσμο καφέ – μπαρ όπου η μουσική είναι ρυθμισμένη σύννομα στα 80 ντεσιμπέλ, ωστόσο και μόνο η ύπαρξη δύο ή τριών παρεών μπορεί να ανεβάσει την ένταση με τις φωνές ή τα γέλια, στέλνοντας τον επιχειρηματία στο αυτόφωρο και καταδικάζοντάς τον σε μια αλληλουχία νομικών ενεργειών.

Καταγγελίες, εκβιασμοί και ο φόβος ως καθημερινότητα

Αυτή η παράλογη κατάσταση ανοίγει την πόρτα και σε άλλες σκοτεινές πρακτικές. Κακόβουλες καταγγελίες από ανταγωνιστές ή ακόμα και εκβιασμοί από άτομα που εκμεταλλεύονται τον φόβο των καταστηματαρχών είναι η καθημερινότητα για επιχειρηματίες της πόλης. Και γεννάται το ερώτημα: πώς να προχωρήσει η επιχειρηματικότητα όταν μια άδικη καταγγελία μπορεί να σε σύρει στο αυτόφωρο και να καταστρέψει την υπόληψή σου σε μια νύχτα;

Οι υπεύθυνοι καταστημάτων της εστίασης ζουν πια υπό καθεστώς φόβου. Και ο φόβος αυτός προέρχεται από την ίδια την Πολιτεία που θα έπρεπε να θέτει ένα πλαίσιο ικανό να ενισχύσει τους σοβαρούς επιχειρηματίες του κλάδου, καταπολεμώντας τις υπαρκτές κακές πρακτικές που υπάρχουν.

Ένα ζήτημα που απαιτεί άμεση παρέμβαση

Αυτό που πρέπει να αντιληφθούν όλοι είναι πως δεν πρόκειται για μια απλή γκρίνια του κλάδου. Είναι μια πραγματικότητα που επηρεάζει όχι μόνο τους επιχειρηματίες, αλλά και τους εργαζομένους, τις οικογένειές τους, ολόκληρη την ευαίσθητη αυτή αλυσίδα.

Μιλάμε για έναν τομέα - στυλοβάτη της τοπικής οικονομίας, που δημιουργεί χιλιάδες θέσεις εργασίας και συντηρεί έναν τεράστιο αριθμό οικογενειών. Αυτοί που πλήττονται πραγματικά είναι οι άνθρωποι που υπηρετούν το καλύτερο κομμάτι της εστίασης, αυτοί που πληρώνουν με συνέπεια τους εργαζόμενους τους, τα ταμεία τους, τους φόρους τους και συμβάλλουν ενεργά στην ανάπτυξη και την άνθηση του τουρισμού της πόλης.

Είναι αυτοί που με νύχια και με δόντια και προσωπικό κόστος καθιστούν τη Θεσσαλονίκη προορισμό για εγχώριους και ξένους τουρίστες, αλλάζοντας επίπεδο την πόλη.

Πρέπει να γίνει σαφές πως στη Θεσσαλονίκη η εστίαση αποτελεί νευραλγικό κομμάτι της οικονομίας της πόλης, απασχολεί χιλιάδες κόσμου και συνδέεται άρρηκτα με άλλους σημαντικούς τομείς. Ως εκ τούτου, πρέπει να αντιμετωπίζεται αντίστοιχα. Οι πρακτικές που αντιμετωπίζουν τον κλάδο ως εκ προοιμίου «παραβατικό» αδικούν τους επιχειρηματίες που λειτουργούν με διαφάνεια και ευθύνη. Άλλωστε, αν οι αρμόδιες αρχές το επιθυμούν θα έπρεπε να στοχεύσουν στην παραβατικότητα κάποιων εντός του κλάδου, θέμα για το οποίο θα επανέλθουμε εκτενώς.

Στο συγκεκριμένο ζήτημα, ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. Ήρθε η ώρα η Πολιτεία να ξυπνήσει από τον ύπνο του 1950. Οι νόμοι πρέπει να αναθεωρούνται, να προσαρμόζονται στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Ένας κανονισμός ήχου που αντιμετωπίζει έναν σοβαρό επιχειρηματία σαν εγκληματία δεν έχει θέση στη Θεσσαλονίκη του 2024.

Η σιωπή δεν είναι λύση. Η ένταση πρέπει να ανέβει – όχι στα 80 ντεσιμπέλ, αλλά στις φωνές όσων διεκδικούν δικαιοσύνη και λογική. Αν η Θεσσαλονίκη θέλει να προχωρήσει μπροστά, τότε πρέπει να απαλλαγεί από εξωφρενικά δεσμά παράλογων πρακτικών. Και ο πρώτος θόρυβος που πρέπει να ακουστεί είναι αυτός της αλλαγής.

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ