Της Λεμονιάς Βασβάνη
Την φιλοσοφία του ελληνικού μεζέ και την σύνδεσή του με το τσίπουρο ανέπτυξαν σε μια διαφορετική γευσιγνωστική εμπειρία η Ελένη Ψυχούλη και η Ιωάννα Σταμούλου στο πλαίσιο του 3ου Evia Film Project.
Από την εποχή που ο μεζές προσφέρονταν στα καφενεία και συνόδευε το αλκοόλ στο τέλος μιας δύσκολης μέρας των εργαζομένων, μέχρι σήμερα που η όλη διαδικασία συνδέεται και με ένα πιο χαλαρό κλίμα, έχουν περάσει χρόνια. Όμως η αυθεντικότητα των μικρών πιάτων που βασίζονται στις αγνές πρώτες ύλες παραμείνει. Ο ελληνικός μεζές, πέραν της τέρψης του ουρανίσκου, φτιάχνει παρέες, αναδεικνύει τις τοπικές γεύσεις και προϊόντα. Και δένει αρμονικά με το τσίπουρο, το οποίο (με μέτρια κατανάλωση), σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η κυρία Ψυχούλη, είναι και φάρμακο για την ψυχή!

Η ίδια εξήγησε πως στα γνήσια τσιπουράδικα υπάρχει ένα σκεπτικό πίσω από την διαδοχή των πιάτων που προσφέρονται ως συνοδευτικά. Αρχικά θα βγει στο τραπέζι κάτι απλό όπως λίγη φρέσκια ντομάτα, δροσερό αγγουράκι, πικάντικη γραβιέρα. Έπειτα θα έρθουν ο ταραμάς, η παστή σαρδέλα και πιο μετά οι ψητές πιπεριές, τα καλαμάρια, οι σουπιές, οι γαρίδες, τα όσπρια, και στο τέλος μακαρονάδα με θαλασσινά. Αυτό γίνεται για να προετοιμαστεί το στομάχι ώστε να δεχτεί το αλκοόλ.

Μεγάλη σημασία δίνεται στην εντοπιότητα των προϊόντων, την εποχικότητα και στην φρεσκάδα τους. Πολλά τσιπουράδικά τα παλιά χρόνια δεν είχαν καν ψυγείο.
Οπότε έβρισκες ό,τι έπιασε εκείνη την μέρα ο ψαράς, ό,τι έπιασε ο κυνηγός. Αυτοί εξάλλου θα μπορούσαν θα θεωρηθούν ως και "οι πρώτοι οικολόγοι", όπως σχολίασε η κυρία Ψυχούλη.

Η αξιοποίηση των όσων διαθέτει το κατάστημα αποτελεί και ένα χρήσιμο μάθημα για όλους μας στο θέμα της σπατάλης τροφίμων που τόσο συχνά συναντούμε στις μέρες μας.

Η Μαγνησία και η Εύβοια βάζουν τους μεζέδες και η Θεσσαλία το τσίπουρο σε ένα γευστικό πάντρεμα που χορταίνει, θρέφει και απογειώνει την απόλαυση, γιατί ζην χωρίς ευ ζην δεν γίνεται!


