Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Εθνική μπάσκετ: Not without a fight

Τι εντυπώσεις άφησε η παρουσία της Εθνικής στους 3 πρώτους αγώνες της - Σε αναμονή για μία θέση στην οχτάδα

Του Γιώργου Παπαδημητρίου | ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ "ΤΥΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ"

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η εθνική μας ομάδα έχει μόλις επικρατήσει της Αυστραλίας, αλλά η πρόκρισή της στους προημιτελικούς των Ολυμπιακών Αγώνων παραμένει σε εκκρεμότητα, καθώς εξαρτάται από το αποτέλεσμα του αγώνα Σερβία-Νότιο Σουδάν. Παρεμπιπτόντως, και προτού αναφερθούμε σε οτιδήποτε άλλο, ας μας επιτραπεί ένα μικρό δηκτικό σχόλιο για το σύστημα διεξαγωγής του ολυμπιακού μπασκετικού τουρνουά, που έχει φέρει την Ελλάδα και την τρομερά αξιόλογη ομάδα του Νότιου Σουδάν να παλεύουν για την εναπομείνασα θέση της τελικής οκτάδας έχοντας αντιμετωπίσει ομάδες-μεγαθήρια στους δικούς τους ομίλους, την ίδια στιγμή που η μετριότατη Βραζιλία έχει εξασφαλίσει το δικό της εισιτήριο μόνο και μόνο χάρη σε μία ευρεία νίκη απέναντι στην Ιαπωνία.

Επιπλέον, και προτού μπούμε στο ψητό, ας μας επιτραπεί και ένα δεύτερο δηκτικό σχόλιο για τις μεταδόσεις των αγώνων από την ελληνική δημόσια τηλεόραση και τον συγκεκριμένο γνωστό και μη εξαιρετέο εκφωνητή. Στο τέλος του αγώνα με την Αυστραλία, λοιπόν, και αφότου έχουμε υποστεί 40 ακόμη αγωνιστικά λεπτά με χιούμορ μπάρμπα που θέλει να αράζει με τη νεολαία, φρικτά αγγλικά, τρομερά αργοπορημένη κατανόηση των διαιτητικών σφυριγμάτων, μπασκετικές σοφιστείες που δεν έχουν καμία σχέση με το άθλημα, αλλά και τις κλασικές τσιρίδες στο πλέον ακατάλληλο timing, ακούσαμε ότι θα γνωρίζουμε το ίδιο βράδυ (της Παρασκευής, δηλαδή) αν θα έχουμε προκριθεί παρότι ο αγώνας Σερβία-Νότιο Σουδάν διεξάγεται το Σάββατο βράδυ, ενώ παράλληλα δεν ακούσαμε ποτέ τι ακριβώς χρειαζόμαστε για να προκριθούμε (νίκη της Σερβίας με τουλάχιστον 3 πόντους) παρά την ακατάσχετη και επί παντός επιστητού φλυαρία.

Από εκεί και έπειτα, οι τρεις συναρπαστικοί αγώνες της εθνικής Ελλάδας στους φετινούς Ολυμπιακούς Αγώνες μάς έχουν αφήσει με ανάμεικτα συναισθήματα. Ξεκινώντας με τα θετικά, η εθνική μπάσκετ κοίταξε στα μάτια τρεις ομάδες από το πάνω ράφι (και οι τρεις σαφώς πιο πλήρεις από τη δική μας), πάλεψε με σκυλίσια επιμονή και στα τρία παιχνίδια, άγγιξε την ανατροπή στα δύο από αυτά και κατόρθωσε να μην αφήσει να της γλιστρήσει η νίκη στο τρίτο εξ αυτών. Στην πραγματικότητα, σε ομαδικό επίπεδο, ελάχιστα παράπονα μπορούμε να έχουμε από μια ομάδα που μόχθησε πειθαρχημένα για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Η παραπάνω διαπίστωση, σε συνδυασμό με τη εξάλειψη των ανορθογραφιών που εμφανίστηκαν στους προηγούμενους αγώνες (εξαφάνιση/περιορισμένη συμμετοχή παικτών που έχουν αφήσει αλγεινές εντυπώσεις, περισσότερος χρόνος συμμετοχής σε παίκτες που το έχουν κερδίσει με το σπαθί τους, άνοδος παικτών που είχαν μέχρι τώρα κατώτερη επίδοση από τα αναμενόμενα στάνταρ, αμυντική προσήλωση σε ολόκληρο το παιχνίδι χωρίς τα αποτυχημένα τρικ που οδήγησαν σε πανωλεθρία στο δεύτερο δεκάλεπτο με την Ισπανία), η γεύση που μένει στο στόμα είναι θετική, αρκεί φυσικά να τα φέρει έτσι η τύχη ώστε να βρεθούμε στους προημιτελικούς.

Αξιοσημείωτο στατιστικό στοιχείο στους μέχρι τώρα αγώνες της εθνικής είναι η εξόφθαλμη σταθερότητα της μάλλον μέτριας επιθετικής συγκομιδής. Στον πρώτο αγώνα η Ελλάδα σκόραρε 79 πόντους, στον δεύτερο 77 και στον τρίτο και πάλι 77, με το συμπέρασμα να φαντάζει εύλογο και προφανές. Μια ομάδα που δεν μπορεί να σκοράρει πάνω από 80 πόντους απέναντι στις κορυφαίες ομάδες του πλανήτη έχει πιθανότητες να κερδίσει τους αγώνες της μόνο μέσα από την τιτάνια αμυντική προσπάθεια και υπέρβαση. Κάπως έτσι, φτάνουμε στην πρώτη αρνητική πινελιά που αφορά όχι την τωρινή προσπάθεια της εθνικής ομάδας, αλλά τις γενικότερες παθογένειες του ελληνικού μπάσκετ. Διότι είναι πραγματικά εξωφρενικό να διαθέτεις έναν από τους 2-3 πιο κυριαρχικούς παίκτες του πλανήτη και να μην είσαι σε θέση να τον πλαισιώσεις με στοιχειώδη επιθετικά όπλα ώστε να αποκτήσεις προβάδισμα νίκης σε αγώνες αυτής της δυσκολίας.

Φυσικά, το μέλλον διαγράφεται ακόμη πιο ζοφερό, καθότι οι περισσότεροι παίκτες της τωρινής εθνικής έχουν μεγαλώσει αρκετά, ενώ η λειψανδρία στις νεότερες γενιές μοιάζει εκκωφαντική. Για να το θέσουμε πιο απλά, οι παίκτες που έρχονται από πίσω έχουν βασικότατες ελλείψεις στα fundamentals του σύγχρονου μπάσκετ (ικανότητα στο 1 vs. 1, αξιοπιστία στο ελεύθερο σουτ, αθλητικά προσόντα, ταχύτητα), ενώ ελάχιστοι (ή και κανένας) εξ αυτών έχουν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στις ομάδες τους. Κοινώς, και για να μη μασάμε τα λόγια μας, ό,τι καλό είναι να δούμε από την εθνική ομάδα καλό είναι να έρθει στα κοντά, διότι διαγράφονται δύσκολες μέρες στον ορίζοντα.

Κλείνοντας, μια μικρή σπόντα για την τοξικότητα του πρασινο-κόκκινου ανταγωνισμού, που ξαναχτύπησε την πόρτα της εθνικής. Βλέποντας για πολλοστή φορά τα γερόντια Σέρχιο Γιουλ και Ρούντι Φερνάντεθ να μας σκοτώνουν στο παρκέ, το διαχρονικό φαινόμενο της απουσίας πρωτοκλασάτων παικτών από την εθνική για τους εκάστοτε ανομολόγητους λόγους αναπόφευκτα δημιουργεί μια πολύ περίεργη και δυσάρεστη αίσθηση. Η συμμετοχή στο κορυφαίο αθλητικό γεγονός του κόσμου και η ενεργή επαφή με εκατομμύρια ανθρώπους που παρακολουθούν με αγωνία τα παιχνίδια δεν είναι κάποια αγγαρεία. Είναι τιμή, προνόμιο και άτυπη υποχρέωση.

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ