Τάσος Θωμάς
«Τη λέω Θεωρία του Τρελού, Μπομπ. Θέλω οι Βορειοβιετναμέζοι να πιστέψουν πως έχω φτάσει στο σημείο που μπορεί να κάνω τα πάντα για να σταματήσω τον πόλεμο». Με αυτά τα λόγια, εν έτει 1968, εξηγούσε ο Ρίτσαρντ Νίξον στον στενό του συνεργάτη, Χ. Ρ. Χέιντλμαν, την τακτική που σκόπευε να χρησιμοποιήσει ώστε να τελειώσει τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Το γιατί επέλεξε αυτή τη στρατηγική, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, μας το εξηγεί ο ίδιος ο Χέιντλμαν, λέγοντας πως «Οι κομμουνιστές φοβούνταν τον Νίξον περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον πολιτικό στις ΗΠΑ. Και ο Νίξον σκόπευε να χρησιμοποιήσει αυτόν τον φόβο, για να δώσει ένα τέλος στον πόλεμο (σ.σ. του Βιετνάμ)». Σε μια από τις περιβόητες εντολές του, ο Νίξον, ως Πρόεδρος των ΗΠΑ, φέρεται να ζήτησε από τους συνεργάτες του να μεταδώσουν το εξής στην πλευρά των Βορειοβιετναμέζων: «για όνομα του Θεού, το ξέρετε πως ο Νίξον έχει εμμονή με τον Κομμουνισμό. Δεν μπορούμε να τον συγκρατήσουμε όταν θυμώνει -και έχει το δάχτυλο πάνω στο πυρηνικό κουμπί».
Θα ήταν ευτύχημα, ειδικά για την Ευρώπη, αν επρόκειτο απλά για μια ιστορική αναδρομή. Καλώς ή κακώς, η τακτική του Νίξον μοιάζει να έχει γοητεύσει τον νυν Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με μια σημαντική, όμως, διαφορά. Ο Νίξον ήθελε να πείσει τους «εχθρούς» κομμουνιστές πως δεν το ‘χει και σε πολύ να πατήσει το κουμπί. Ο Τραμπ, αντιθέτως, βροντοφωνάζει σε όλους τους τόνους ότι είναι απρόβλεπτος και «τρελός», ικανός για όλα, προς τους παραδοσιακούς φίλους και συμμάχους των ΗΠΑ.
Το ράπισμα του Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο ήταν πιο ηχηρό μήνυμα και από τις απειλές για τους δασμούς και τη Γροιλανδία. Επί δεκαετίες η κλήση στον Λευκό Οίκο ακολουθούσε συγκεκριμένα στεγανά. Για να φτάσεις να μπεις στο Οβάλ Γραφείο είχαν προηγηθεί εκατοντάδες διαβουλεύσεις και η μία πλευρά γνώριζε -μέσες άκρες- τι θα πει η άλλη. Καμία έκπληξη δεν μπορούσε να επιτραπεί. Τα λόγια ήταν μετρημένα μέχρι το τελευταίο κόμμα, ακόμη και για χαρισματικούς ρήτορες όπως ο Μπάρακ Ομπάμα.
Ο Τραμπ φρόντισε να γκρεμίσει και αυτή τη βεβαιότητα. Θέλησε με αυτό τον τρόπο να εμφυσήσει τον φόβο σε όποιον ηγέτη τον συναντά, να κερδίσει αυτό το αβαντάζ πως μπορεί να πει ή να υποστηρίξει οτιδήποτε, με συνέπειες που δεν θέλουμε καν να φανταστούμε. Παράλληλα, απέδειξε πως η Αμερική έπαψε να λειτουργεί υπό τις θεσμικές δικλείδες που περιέβαλαν την πολιτική τάξη των ΗΠΑ επί δεκαετίες. Το αμερικανικό «βαθύ κράτος», οι Δημοκρατικοί, ακόμη και μέρος των ίδιων των Ρεπουμπλικάνων είναι απλοί θεατές στις προσωπικές αποφάσεις του Προέδρου.
«Δεν έχεις τα χαρτιά», επαναλάμβανε ο Τραμπ προς τον Ζελένσκι, αποκαλύπτοντας τον τρόπο με τον οποίο προσέρχεται στο τραπέζι οποιονδήποτε συνομιλιών. «Μετράει» τις δυνάμεις της άλλης πλευράς, θέτει τους όρους του και δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες ώστε να τους επιβάλλει. Ο σεβασμός που δείχνει στον Πούτιν είναι απότοκος του μοντέλου που θέλει για τις ΗΠΑ, χωρίς να ζητάει εγκρίσεις από το Κογκρέσο, χωρίς την καλώς εννοούμενη γραφειοκρατία πίσω από τις αποφάσεις του Προέδρου. Στην τραμπική «Θεωρία του Τρελού» δεν χρειάζεται να «μπλοφάρει» με την πυρηνική απειλή, εκφοβίζει φίλους και συμμάχους με αποχώρηση από την γεωπολιτική, στρατιωτική ή οικονομική εξίσωση.
Εκεί, λοιπόν, όπου η διπλωματική εξωτερική στρατηγική του Νίξον -στο συνολικό της ισοζύγιο- απέτυχε, ο Τραμπ για την ώρα μετρά επιτυχίες. Μέσα σε λίγους μήνες έχει σοκάρει όχι μόνο το αμερικανικό κατεστημένο, αλλά όλο το δυτικό κόσμο, αναγκάζοντας μέχρι και τη διαβόητα αργοκίνητη Ευρωπαϊκή Ένωση να ταρακουνηθεί. Κι έτσι, υπό τους τραμπικούς όρους η ΕΕ θα κληθεί να πάρει αποφάσεις και το δικό μας στοίχημα θα είναι τελείως διαφορετικό: Να ακουστεί το ευρωπαϊκό διακύβευμα στις κοινωνίες των κρατών μελών και, το ακόμη δυσκολότερο, να τις πείσει.
Για να γίνει όμως αυτό απαιτούνται δύο εξαιρετικά δύσκολα πράγματα: Πρώτον, να αποκτήσει η Ένωση τις δομές που θα μπορούν να λάβουν αποφάσεις ώστε να έχουμε κοινό βηματισμό, δίχως κωλυσιεργίες που μπορεί να αποβούν μοιραίες στα απρόβλεπτα χρόνια που έρχονται. Δεύτερον, να αντιληφθεί η Ευρώπη γιατί οι Αμερικανοί ψηφίζουν Τραμπ. Όταν η ευρωπαϊκή άμυνα υπολογίζεται πως θα κοστίσει 800 δισ. ευρώ, αντιλαμβανόμαστε ότι θα αλλάξει πλήρως το οικονομικό μοντέλο, όπως το ξέρουμε, κάνοντας τον τραμπισμό ακόμη πιο ελκυστικό. Ποιο θα είναι το αντίβαρο; Πώς θα το επικοινωνήσει στους λαούς; Η Ευρώπη βρίσκεται προ των ευθυνών της και καλείται, πλέον, και να δράσει και να πείσει. Από αυτά θα κριθεί το μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου.