Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Λογοκρισία στην τέχνη τον 21ο αιώνα

Γράφει ο Παναγιώτης Σκουρής*

Κάπου πήρε το μάτι μου, ότι σηκώθηκε κουρνιαχτός και υπάρχουν αντιδράσεις για το έργο με τίτλο «Στο Σώμα της», το οποίο πρόκειται, να ανέβει στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στην τρέχουσα σαιζόν.

Ένα έργο που από ό,τι φαίνεται, ασχολείται με το γυναικείο σώμα, την έκθεσή του και με θέματα που άλλα γίνεται και άλλα δε γίνεται, να συζητηθούν.

Το ανθρώπινο σώμα γενικότερα, αλλά ειδικά το γυναικείο πάντα αποτελούσε ένα είδος ταμπού ούτως ή άλλως. Στην προκειμένη περίπτωση γίνεται λόγος για αναφορά σε ζητήματα που δεν είναι εύκολο ή αυτονόητο, να συζητήσεις.

Δε θα μπω στη λεπτομέρεια της θεματολογίας και όποιος έχει περιέργεια μπορεί, να ψάξει περισσότερο. Επαναλαμβάνω όμως, ότι είναι δύσκολη και ίσως και λίγο προκλητική.

Ούτως ή άλλως, ο λόγος που αποφάσισα, να ασχοληθώ δεν είναι το ίδιο το έργο ή αν αυτό είναι ωραίο ή όχι. Αν και σε σχέση με την τέχνη αυτό είναι το μόνο που πρέπει, να μας απασχολεί.

Από ό,τι διαβάζω και ακούω λοιπόν, διάφοροι υπερσυντηρητικοί κύκλοι (παραθρησκευτικές οργανώσεις και ακροδεξιά κινήματα κατά κύριο λόγο) έχουν αρχίσει, να αντιδράνε και να αξιώνουν, το Εθνικό να ακυρώσει την παράσταση. Διότι λέει, θίγουν τη γυναίκα, η οποία είναι ένα πρόσωπο ιερό για τη θρησκεία μας. Ή κάπως έτσι τέλος πάντων.

Το πρόβλημα για μένα έχει δύο όψεις και διαστάσεις.

Το πρώτο είναι, ότι, ακόμα και στη σημερινή εποχή που έχουν γίνει πρόοδοι σε σχέση με την ανεκτικότητα, υπάρχουν ακόμα ομάδες ατόμων, οι οποίες θεωρούν, ότι δικαιούνται να ζητήσουν κάτι τέτοιο. Να κάνουν με άλλα λόγια λογοκρισία στην τέχνη. Επειδή θεωρούν, ότι θίγεται το θρησκευτικό τους εν προκειμένω αίσθημα. Θα μπορούσε πάντως να είναι και άλλο το προσβαλλόμενο αίσθημα, για να μη βάζουμε μόνο τη θρησκεία στη συζήτηση. Παράδειγμα παίρνουμε από τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Το δεύτερο είναι, ότι με κάποιο τρόπο οι παραληρηματικού χαρακτήρα αντιδράσεις -οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν ιδιαίτερη βάση- τυγχάνουν προβολής και μάλιστα εκτενούς και συνεχούς. Οι αγαπημένες μου εκπομπές ψυχαγωγικού χαρακτήρα της πρωινο-μεσημβρινής ζώνης (έχουμε μιλήσει για αυτές και σε άλλο άρθρο από αυτήν εδώ τη στήλη) βρήκαν θέμα και θεώρησαν, ότι η αντιπαράθεση γύρω από αυτό αξίζει χρυσό.

Γιατί λοιπόν είναι πρόβλημα αυτό;

Διότι πολύ απλά οι αντιδράσεις και οι απόψεις αυτές είναι κάτι που πρέπει απλά να προσπερνάμε, χωρίς να ασχολούμαστε και, κυρίως, χωρίς να τους δίνουμε αξία. Δε γίνεται όμως αυτό. Διότι οι οργισμένες αντιδράσεις των φανατικών και των αυτόκλητων προστατών της πίστης πουλάνε. Όπως βέβαια πουλάνε και οι πρόχειρες και γενικόλογες απαντήσεις όσων θεωρούν, ότι οφείλουν, να σταθούν απέναντι.

Οι ακροδεξιοί και οι μισαλλόδοξοι ούτως ή άλλως πάντοτε ήταν με το μέρος των πρώτων. Σήμερα όμως και σε σχέση με αυτούς έχουμε διπλό πρόβλημα.

Από τη μία αισθάνονται δυνατοί, διότι, όπως έχει εξελιχθεί το πολιτικό σύστημα σήμερα, αποτελούν επιλογή που δυστυχώς είναι πολύ ψηλά. Οπότε αισθάνονται δικαιωμένοι και ότι από τη στιγμή που αποτελούν βασική πολιτική εναλλακτική, έχουν και το δικαίωμα και την υποχρέωση να ορθώσουν ανάστημα.

Παράλληλα, ακριβώς επειδή είναι σε άνοδο, και το σύστημα ενημέρωσης θεωρεί, ότι έχει να κερδίσει, αν τους προβάλει.

Με αυτά και εκείνα λοιπόν έχουμε φτάσει στο σημείο, να μας απασχολεί σοβαρά ένα θέμα που θα έπρεπε, να μας αφήνει αδιάφορους. Σαν την εικόνα του υστερικού που πέφτει από το άλογο και χτυπάει το σαμάρι. Δεν το κάνουμε όμως και κυρίως δεν έχουμε σοβαρά επιχειρήματα εναντίον του υστερικού. Και αυτό είναι κάτι, για το οποίο φταίμε όλοι μας.

Παραθέτω δύο προσωπικές εμπειρίες από πράγματα που έχω ζήσει.

Η πρώτη είναι, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Το 1989 ο «ελάχιστος» Martin Scorsese γύρισε σε ταινία το αριστούργημα του Καζαντζάκη «Ο τελευταίος πειρασμός». Το έργο ήταν πολύ ωραίο και πολύ κοντά κατά το δυνατό στο κείμενο του μεγάλου μας συγγραφέα. Το έργο αυτό στην Ελλάδα δεν το είδαμε στο σινεμά. Διότι, όσα το προσπάθησαν, τα έκαψαν ή τα κατέστρεψαν οργισμένοι πιστοί. Αφελώς τότε είχε ακουστεί το περίφημο «δηλαδή, όταν θα βγει σε βιντεοκασέτα και το νοικιάσω, θα έρθουν να κάψουν και το video;». Στενόχωρο ήταν αυτό, αλλά εγώ τον Καζαντζάκη μέσα από αυτό μπορεί, να τον αγάπησα ακόμα περισσότερο. Ίσως και όλοι μας, να τον καταλάβαμε καλύτερα. Ούτως ή άλλως είναι μέγας.

Η δεύτερη έλαβε χώρα σε δικαστική αίθουσα. Ορισμένοι μοναχοί και υποστηρικτές τους (πολύ κοντά στα σχήματα που σήμερα επιτίθενται στο Εθνικό) είχαν μηνύσει θεατράρχη, διότι με έργο που ανέβασε πρόσβαλε τα θρησκευτικά τους αισθήματα. Ποιο ήταν το έργο; Το Jesus Christ Super Star! Προς τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Διαμαρτυρία λοιπόν για ένα θεατρικό έργο που σπάει ταμεία επί δεκαετίες και που είχε ανεβεί στην Ελλάδα με ελληνικό λιμπρέτο επί χούντας, όπως κατέθεσε ένα μεγάλος παλιός ηθοποιός που δεν είναι πια κοντά μας.

Τα συμπεράσματα δικά σας.

*Ο Παναγιώτης Σκουρής είναι δικηγόρος, διδάκτωρ νομικής του πανεπιστημίου Regensburg και συνιδρυτής του δικηγορικού γραφείου AnP Legal Praxis (www.anplegal.gr).

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ